πυρογραφία

πυρογραφία
Η διακόσμηση ξύλων, δερμάτων, οστών και χνουδωτών υφασμάτων με πυρακτωμένη μεταλλική ακίδα. Η ακίδα είναι συνήθως από λευκόχρυσο και θερμαίνεται, είτε με ηλεκτρισμό είτε με ατμούς βενζίνης και αέρα, που διοχετεύονται σε αυτήν από ειδική μηχανοκατασκευή, ανάλογα με τη διακόσμηση που επιδιώκεται. Στην π. ανήκει και η εγκαυστική ζωγραφική των αρχαίων. Με τη μέθοδο αυτή, κηρώδη χρώματα στερεοποιούνταν πάνω σε μάρμαρο, πέτρες και ξύλα, με πυρακτωμένα εργαλεία. Η π. συνηθιζόταν πολύ στο τέλος του 19ου αιώνα.
* * *
η, Ν
μέθοδος διακόσμησης τού ξύλου, που συνίσταται στη χάραξη σχεδίων με πυρωμένη μεταλλική ακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrography (< πυρ + -γραφία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυρογραφία — η 1. τέχνη διακόσμησης επιφανειών με πυρακτωμένο εργαλείο. 2. έργο κατασκευασμένο με πυρογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρογραφικός — ή, ό, Ν [πυρογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρογραφία ή αυτός που γίνεται με την πυρογραφία («πυρογραφική διακόσμηση»). επίρρ... πυρογραφικώς και πυρογραφικά Ν με τη μέθοδο τής πυρογραφίας …   Dictionary of Greek

  • πυρογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πυρογραφία ή που γίνεται με πυρογραφία: Πυρογραφικό έργο τέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρογράφος — ο, Ν ειδικό εργαλείο με πυρακτωμένη ακίδα που χρησιμοποιείται στην πυρογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • εγκαυστική — η (ενν. τέχνη) 1. είδος ζωγραφικής σε μάρμαρο, που γίνεται με πυρακτωμένη λαβίδα και χρώματα διαλυμένα σε κερί. 2. η πυρογραφία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”